- ὑμνῳδοί
- ὑμνῳδόςsinging hymnsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολπικοί — μολπικοί, οἱ (Α) [μολπός] οι μολποί, δηλαδή αυτοί που ανήκαν σε συντεχνία μουσικών, υμνωδοί, αοιδοί … Dictionary of Greek
υμνωδός — ο, η / ὑμνῳδός, όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους νεοελλ. 1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί άτομα που έψαλλαν ύμνους και… … Dictionary of Greek
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek
υμνωδός — ο 1. ο ψαλμωδός, ο συνθέτης εκκλησιαστικών ασμάτων, ο υμνωδός. 2. ο υμνογράφος (βλ. λ.): Ρωμανός ο υμνωδός. 3. αυτός που επαινεί, ο εγκωμιαστής: Οι φιλέλληνες είναι υμνωδοί της Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)